- κατάκορφος
- η , ο находящийся на самой вершине;
§ ο -ήλιος είναι κατάκορφος — солнце находится в зените
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ ο -ήλιος είναι κατάκορφος — солнце находится в зените
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κατάκορφος — η, ο επίρρ. α αυτός που βρίσκεται πάνω στην κορφή: Ο ήλιος είναι κατάκορφος. –Κατάκορφα στο βουνό είναι ένα ρημοκλήσι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατάκορφος — η, ο αυτός που βρίσκεται ακριβώς στην κορυφή, αυτός που είναι στο πιο ψηλό σημείο. επίρρ... κατάκορφα ακριβώς στην κορυφή, στο ακρότατο σημείο τής κορυφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κορφος (< κορ[υ]φή), πρβλ. δί κορφος, πολύ κορφος] … Dictionary of Greek